- δελεαστικός
- 1) alléchant2) attirant
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
δελεαστικός — ή, ό (AM δελεαστικός, ή, όν) [δελεάζω] ικανός ή κατάλληλος να δελεάσει, να εξαπατήσει (α. «δελεαστικές προτάσεις» β. «φαντασίας δελεαστικάς... ταῑς εὐεπιφόροις ψυχαῑς» ανυπόστατα πράγματα που εξαπατούν αδύνατους χαρακτήρες) … Dictionary of Greek
δελεαστικός — ή, ό ο ελκυστικός, ο γοητευτικός, ο απατηλός: Οι προτάσεις που του έγιναν ήταν πολύ δελεαστικές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γαργαλιστικός — ή, ό 1. αυτός που προκαλεί την επιθυμία, την όρεξη («φαΐ γαργαλιστικό») 2. ο δελεαστικός («προτάσεις γαργαλιστικές»). [ΕΤΥΜΟΛ. < γαργαλίζω (πρβλ. μυρίζω μυριστικός)] … Dictionary of Greek
δελεαστικότητα — η η ιδιότητα τού δελεαστικού. [ΕΤΥΜΟΛ. < δελεαστικός. Η λ. μαρτυρείται το 1894 από τον Daramot (ψευδώνυμο τού Χρ. Δαραλέξη) στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
ευδίολκος — εὐδίολκος, ον (Α) αυτός που έλκει εύκολα, ο δελεαστικός («εὐδίολκος δύναμις», Φίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δίολκος] … Dictionary of Greek
ευπαράγωγος — εὐπαράγωγος, ον και εὐπαραγωγός, όν (Α) 1. αυτός που μεταφέρεται εύκολα σε κάποιον τόπο, ο ευκολομετακίνητος 2. αυτός που παρασύρεται, που αποπλανάται εύκολα, ο ευκολοπάτητος 3. εύκαμπτος, ευλύγιστος 4. αυτός που απατά εύκολα, ο απατηλός 5. (κατ… … Dictionary of Greek
καταγωγός — καταγωγός, όν (Α) [κατάγω] 1. δελεαστικός, ελκυστικός («καταγωγόν Σειρήνων μέλος») 2. αυτός που χρησιμεύει ως καταφύγιο … Dictionary of Greek
παγιδευτικός — παγιδευτικός, ή, όν (Μ) [παγιδεύω] 1. αυτός που παγιδεύει κάποιον 2. δελεαστικός … Dictionary of Greek
σαγηνευτικός — ή, ό, Ν ο ικανός να σαγηνεύει, δελεαστικός, γοητευτικός. επίρρ... σαγηνευτικώς και σαγηνευτικά Ν με σαγηνευτικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαγηνευτής. Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στον θ. Ν. Φλογαΐτη] … Dictionary of Greek
ՅՈՒԶԱԿ — (ի, աց.) NBH 2 0373 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c ա. Որպէս Յուզիչ. խնդրակ. գտակ. եւ Որսօղ. գրգռիչ. շարժիչ. ἑφευρετής inventor եւ δελεαστικός inescans, alliciens. *Յանդիմանեալ ամենայն ուստեք, յուզակք չարեաց լինին. Աթ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
γαργαλιστικός — ή, ό 1. αυτός που προκαλεί γαργάλισμα. 2. μτφ., ο δελεαστικός, ο προκλητικός: Το φαγητό είχε γαργαλιστική μυρωδιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)